μούτσουνο

μούτσουνο
τό
1) см. μουτσούνα 2; 2) ирон. , шутл, персона;

σπουδαίο μούτσουνο — важная персона


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μούτσουνο" в других словарях:

  • μούτσουνο — το (Μ μούτσουνον) 1. (σκωπτ.) όψη ζώου, ρύγχος, μουσούδι 2. (χλευαστικά) πρόσωπο ανθρώπου, μούτρο νεοελλ. (κατ επέκτ.) (σκωπτ.) άτομο («σπουδαίο μούτσουνο κι ο λεγάμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ άλλους, < βεν. musona (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • μούτσουνο — το (ειρωνικά), πρόσωπο, μούτρο, μούρη: Ωραίο μούτσουνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαξομουτσουνιάζω — 1. αλλαξομουριάζω 2. γίνομαι σκυθρωπός, συνοφρυώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούτσουνο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξομουτσούνιασμα] …   Dictionary of Greek

  • μουτσουτσούνια — μουτσουτσούνια, τὰ (Μ) 1. πείσματα, παιχνιδίσματα, νάζια 2. φρ. «κάμνω μουτσουτσούνια» προσποιούμαι τον θυμωμένο, κάνω πείσματα, δυστροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ιδιωματική λ., πιθ. από το ουσ. μούτσουνο(ν), με εκφραστικό διπλασιασμό τής συλλαβής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»